
Του Γιάννη Αποστόλογλου
Η ραθυμία των καλοκαιρινών διακοπές για πολλούς από εμάς προσφέρεται για κάποιες μοναδικές αναγνωστικές εμπειρίες. Σε μια ήσυχη παραλία υπό τον ήχο των κυμάτων , ή στο μπαλκονάκι κάποιου εξοχικού παρέα με τον πρωινό καφέ, είτε στη δροσιά ενός κατάφυτου βουνού η ανάγνωση μπορεί να μας ταξιδέψει ακόμα μακρύτερα, να ξεχαστούμε και να προβληματιστούμε. Φέτος λοιπόν, μια σειρά βιβλίων κατάφεραν ακριβώς αυτό.
Κάρυλ Φίλιπς , «Cambridge»
Το τέλος του μυθιστορήματος του Caryl Phillips, «Cambridge» το οποίο γράφτηκε κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ’90, αφήνει τον αναγνώστη κάπως αίολο και στη διακριτική του ευχέρεια να αποφασίσει ποιος είναι τελικά ο κεντρικός ήρωας. Ο Cambridge, ένας φωτισμένος σκλάβος που κρεμάται λόγω φυλετικών προκαταλήψεων ή η Emily, η πλούσια αγγλίδα που πεθαίνει σε έναν εξωτικό κόσμο μακριά από τα ομιχλώδη τοπία της πατρίδας της; Φλερτάροντας με την ιδέα ότι η λογοτεχνία μπορεί μερικώς να αποκαταστήσει τις αδικίες της ιστορίας το μυθιστόρημα του Phillips συνίσταται στην αντιπαράθεση δυο ιστοριών, μιας νεαρής γυναίκας που επισκέπτεται τη φυτεία του πατέρα της στην Καραϊβική, και ενός αφρικανού ο οποίος κερδίζοντας την ελευθερία του, ζει μόνιμα στην Αγγλία, ασπάζεται τον Χριστιανισμό, και στη συνέχεια παγιδεύεται από επιτήδειους σε κάποιο ιεραποστολικό ταξίδι του στην Αφρική, και έτσι για μια ακόμη φορά πουλιέται ως σκλάβος σε ένα νησί της Καραϊβικής, για να εργαστεί στο κτήμα του πατέρα της Έμιλυ και να κατηγορηθεί αργότερα για δολοφονία. Εάν διαβαστούν ξεχωριστά, οι δύο αφηγήσεις σίγουρα θα έχουν μικρότερο αντίκτυπο. Τοποθετημένες παράλληλα όμως, αναβαπτίζονται σε μια νέα διάσταση. Γίνονται οι δύο αντιδιαμετρικές όψεις ενός συστήματος που επηρέασε εκρηκτικά τις σχέσεις μεταξύ Δυτικών και Αφρικανών, αυτού της δουλείας. Οι δύο χαρακτήρες επικοινωνούν ελάχιστα, ο συγγραφέας μας προτρέπει να προσεγγίσουμε τις δυο ιστορίες ως αντανακλάσεις της μίας στην άλλη, διαθλώντας διάφορα στοιχεία από την μια ιστορία εντός της δεύτερης. Η πορεία της ζωής του ήρωα και της ηρωίδας, δύο πρωταγωνιστών που χωρίζονται από το φύλο, την τάξη και την εθνότητα υποδεικνύει πόσο μεγάλη απόσταση αλλά και πόσο συμπληρωματικοί ταυτόχρονα είναι οι δύο χαρακτήρες.
Σάκης Σερέφας – «Ο Θεός αυτοπροσώπως»
Η αλήθεια είναι πως τον Σάκη Σερέφα δεν τον γνώριζα πριν καταπιαστώ αυτό το καλοκαίρι με το μυθιστόρημά του «Ο θεός αυτοπροσώπως».
Στο εν λόγω μυθιστόρημα, καταπιάνεται την ιστορία του Αριστείδη Παγκρατίδη, του φερόμενου και ως δράκου του Σέιχ Σου, ενός νέου Θεσσαλονικιού ο οποίος εκτελέστηκε κάπου στη δεκαετία του ’70, κατηγορούμενος για μια σειρά βιασμών και φόνων νεαρών ζευγαριών που αναζητούσαν λίγες ιδιωτικές στιγμές μακριά από τα φώτα της πόλης.
Οι τελευταίες λέξεις που ψέλλισε ήταν «Μανούλα μου, είμαι αθώος»
Στο μυθιστόρημα ο θεός ενσαρκώνεται στο σώμα ενός τροφίμου κάποιου ψυχιατρείου, του Παντελή. Μπορεί βέβαια και ο Παντελής μέσα στην τρέλα του να θεοποιείται. Ο Παντελής, υποτίθεται πως είναι ο Παγκρατίδης και μας εξιστορεί τα πάθη του. Τις συνθήκες που οδήγησαν στην κοινωνική απομόνωση και τη φτώχεια του, το κοινωνικό και πολιτικό κλίμα της εποχής.
Το μυθιστόρημα έχει άλλοτε θεατρική αφήγηση, θα μπορούσε αυτούσια να παιχτεί σε μια θεατρική σκηνή. Οι χώροι που εξελίσσεται η δράση είναι ένα ψυχιατρείο κι ένα γηροκομείο.
Με αφορμή την ιστορία του «Δράκου του Σέιχ Σου», λοιπόν ο συγγραφέας «κατεβάζει» τον Θεό στη γη. Κάποιος λίγο πριν από την εκτέλεσή του που υποτίθεται είναι ο Παγκρατίδης, λαμβάνει περιχαρής τη χάρη και γλιτώνει την εκτέλεση. Μα από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα διαγράφονται από τον σκληρό δίσκο του εγκεφάλου του όλες του οι μνήμες και τα συναισθήματα του.
Τότε θα βρεθεί στα χέρια ενός ψυχίατρου, που με κάθε μέσο θέλει να επιτύχει το σκοπό του, να ανασύρει από το υποσυνείδητο τα κομμάτια εκείνα που λείπουν και θα φέρουν στην επιφάνεια την προσωπικότητα του ασθενούς.
Το μυθιστόρημα του Σάκη Σερέφα είναι ένα απολαυστικότατο κείμενο, καθώς ο συγγραφέας βρίσκεται σε μεγάλα κέφια. Η γρήγορη ροή του κειμένου, οι κοφτές φράσεις σε συνδυασμό με το σκωπτικό, καυστικό, σατιρικό, σουρεαλιστικό και με άκρατο χιούμορ αφήγηση του συγγραφέα ωθούν τον αναγνώστη στο να το διαβάσει έντονα και γρήγορα.
Δημήτρης Μίγγας – «Πλωτά νησιά»
Η ζωή είναι ένα ταξίδι που πορεύεται από λιμάνι σε λιμάνι, είτε καθοδηγούμενη από φωτεινούς φάρους, είτε παρασυρόμενη από τον γλυκό ήχο των Σειρήνων. Μια πορεία από ευχάριστες ή δυσάρεστες αναμνήσεις, με τον προορισμό να έχει μικρή σημασία.
Στο μυθιστόρημα του Μίγγα στο οποίο παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον η κίνηση της αφήγησης προς τα πίσω, μας εξιστορείτε οι ζωές μιας παρέας ανδρών όπως εξελίσσονται στον χρόνο και στο χώρο. Οι τρεις χαρακτήρες θα σαλπάρουν από την Πύλο διασχίζοντας το Ιόνιο. Κατά την διάρκεια του ταξιδιού τους, η ανδρική συντροφιά κάνει μια ανασκόπηση, μια αναδρομή στις ζωές τους, στα λάθη και τα σωστά τους.
Ένα από τα βασικά χρονικά και ιστορικά πλαίσια του παρελθόντος των τριών φίλων στα “Πλωτά νησιά” είναι η περίοδος μέσα στη δικτατορία. Κάπου εκεί που εξαφανίζεται ο τέταρτος της παρέας, ο Στρατής.
Η αφήγηση είναι ένα συνεχές πινγκ-πονγκ ανάμεσα στο παρόν (πάνω στο σκάφος) και στο παρελθόν (στα πρόσωπα και στις καταστάσεις που έζησαν οι τρεις άνδρες).
Κατα τη διάρκεια του ταξιδιού αναπτύσσονται και αναδιαμορφώνονται σχέσεις, αφηγούνται αναμνήσεις, ξεδιπλώνονται σκέψεις υπό το πρίσμα βέβαια της ανδρικής φιλοσοφίας, και όλα αυτά φέρνουν πιο κοντά είτε ανταγωνιστικά, είτε αλληλέγγυα τους χαρακτήρες.
Το στοιχείο που δίνει ακόμα περισσότερο ενδιαφέρον στο βιβλίο, είναι ότι ο Τάσος, ο οποίος είναι και ο συγγραφέας της τριμελούς παρέας, έχει γράψει μια ιστορία, ένα πόνημα, στο οποίο προσπάθησε να εξηγήσει τι έγινε εκείνη τη νύχτα, που ο Στρατής εξαφανίστηκε.
Ένα βιβλίο που κάποιες φορές πασχίζει να κρατήσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, αλλά πρέπει κάποιος να του δώσει πολλές ευκαιρίες πριν το αφήσει. Στο τέλος συμπάσχει με την παρέα του ιστιοφόρου, οι οποίοι αναζητούν νοερά μέσω του Τάσου τον χαμένο τους φίλο, ο οποίος τον ανασταίνει μέσω της γραφής του.
Γκαζμέντ Καπλάνι – «Με λένε Ευρώπη»
Ένα βιβλίο καθρέφτης της κοινωνίας μας που κάθε μια από τις 347 σελίδες του φέρνει σφίξιμο στο στομάχι του νεοέλληνα σα να έφαγε γροθιά, βάζει το νου να δουλέψει και να δει τα πράγματα από μια διαφορετική γωνία, αλλά φέρνει πολλές φορές και το χαμόγελο κάθε τόσο καθώς δεν λείπει το χιούμορ από τον συγγραφέα. Μέσα από τις γραμμές του αναδύεται η δύναμη της θέλησης των ανθρώπων.
Ιστορίες μεταναστών, φευγάτων και διωγμένων, ανθρώπων αποφασισμένων να αποκτήσουν μια νέα πατρίδα, μαθαίνουν την γλώσσα και ξαναγεννιούνται. Ιστορίες ανθρώπων, που βίαια συνήθως πετιούνται από τη πατρίδα που τους γέννησε και εκσφενδονίζονται στην αλλοδαπή. Ιστορίες ανθρώπων που γίνονται από μια στιγμή στην άλλη, οι ξένοι, οι δακτυλοδεικτούμενοι, οι «άλλοι».
Ο Καπλάνι, γράφει απευθείας στα ελληνικά, η οποία δεν είναι η μητρική του γλώσσα, αλλά φτάνοντας στην Ελλάδα 24 χρόνων, καταφέρνει να φτιάξει με αξιοζήλευτο κόπο, μια σχέση με τα ελληνικά, τόσο οργανική και ζωντανή όπως αποδεικνύεται στο βιβλίο το οποίο διαβάζεται απνευστί, καθώς ο ρυθμός είναι καταιγιστικός.
Το βιβλίο επί της ουσίας χωρίζεται σε τρία μέρη, εμπλεκόμενα μεταξύ τους.
Το ένα, αφορά την αληθινή προσωπική του περιπέτεια, την δική του μετανάστευση από την Αλβανία στην Ελλάδα. Τις αναμνήσεις του από εκεί, το πέρασμα, τις πρώτες μέρες του αλλά και την μετέπειτα πορεία του στην νέα του πατρίδα. Γίνεται οικοδόμος, λαντζέρης, περιπτεράς, ενώ παράλληλα φοιτά στη Φιλοσοφική Σχολή, κάνει τη διατριβή του, γίνεται αρθρογράφος στα Νέα, Διδάκτορας στο Πάντειο, γράφει βιβλία στη νέα του γλώσσα.
Το δεύτερο αφορά την φανταστική του αυτή την φορά περιπέτεια, καθώς περιγράφει την επιστροφή του στην Αλβανία του 2041 για να βρει πλέον τη γη που τον γέννησε γεμάτη μετανάστες από την Κίνα και όχι μόνο, σε μια κατάσταση παράλληλη της Ελλάδας, λίγο πριν το κατρακύλισμα της στην οικονομική κρίση.
Το τρίτο, είναι οι ενδιάμεσες ντοκιμαντερίστικες αφηγήσεις που παρεμβάλλονται σε πρώτο πρόσωπο, μιας σειράς μεταναστών.
Πραγματικές ιστορίες ανθρώπων, οι οποίοι ζουν στην Ελλάδα. Κάποιοι έφτασαν εδώ, κάποιοι γεννήθηκαν εδώ , μη έχοντας γνωρίσει άλλη πατρίδα, ερωτεύτηκαν την Ελλάδα και με πείσμα προσπαθούν να κάνουν την Ελλάδα να τους ερωτευτεί και να τους κερδίσει. Νιώθουν οτι ανήκουν εδώ, αλλά το κράτος για χρόνια αρνιόταν να τους δώσει την ελληνική ιθαγένεια. Ο κυνισμός της εξουσίας άλλωστε είναι αδυσώπητος.
Η αξία του «Με λένε Ευρώπη», έγκειται στο οτι δίνει ένα ηχηρό χαστούκι σε οποιαδήποτε απόπειρα ιδεολογικοποίησης του ρατσισμού. Η μόνη διάσταση η οποία προσδιορίζει το μεταναστευτικό είναι η Ανθρώπινη, όλες οι άλλες υπολείπονται κατά πολύ.
Φερνάντο Σαβατέρ – «Η ηθική της ανάγκης»
Σε αυτό το βιβλίο ο Φερνάντο Σαβατέρ θέλει να μάθει πώς και τί σκέφτονται οι νέοι. Έτσι αποφασίζει πολύ απλά να τους ρωτήσει. Θέλει όμως τέχνη να θέτεις τις σωστές ερωτήσεις. Χρειάζεται να μπεις στο μυαλό και στη θέση των νέων, να κερδίσεις την εμπιστοσύνη τους, χωρίς να το παίζεις συμβουλάτορας και μέντορας καθ’ έδρας γιατί τους έχασες. Η Ηθική της ανάγκης μας προειδοποιεί για τις ανησυχίες των νέων ανθρώπων που σύντομα θα κληρονομήσουν τις ευθύνες του κόσμου. O Ισπανός φιλόσοφος και συγγραφέας συναντά του νέους στα αμφιθέατρα και στα σχολεία τους, και αρχίζει έναν ουσιαστικό διάλογο μαζί τους για πολλά απο τα σπουδαία και ηθικά ζητήματα που τους απασχολούν και τους ενδιαφέρουν. Ζητήματα μοντέρνα όπως η χρήση του ίντερνετ, οι νέες τεχνολογίες και οι επιδράσεις τους, την ρομποτική, την οικονομία και τον καπιταλισμό, αλλά και διαχρονικά ζητήματα όπως για την εξουσία σε όλες τις κλίμακες, τη δημοκρατία, τον έρωτα, τον θάνατο, και άλλα. Ένα βιβλίο απολαυστικό, απομαγνητοφωνημένων συζητήσεων του συγγραφέα με τους νέους, το οποίο μπορεί να ανοίξει έναν δίαυλο επικοινωνίας μεταξύ διαδοχικών γενεών.