Μπάρτλεμπυ, ο γραφιάς.

bartleby2

Του Γιάννη Αποστόλογλου

3 Αυγούστου 2013, Φεστιβάλ Βαρβάρας στην Χαλκιδική. Όπως κάθε χρόνο έτσι και φέτος, άλλo ένα τετραήμερο, με πολλές και διάφορες συναυλίες, ωραίο κόσμο ο οποίος κατέκλυσε το ορεινό γραφικό χωριό, καλή παρέα, βόλτες στο κατάφυτο βουνό και τους μαγευτικούς καταρράκτες της περιοχής, βουτιές και ανάγνωση στις ήρεμες και καταγάλανες παραλίες της Ολυμπιάδας. Αυτή την χρονιά όμως υπήρχε και μια ευχάριστη νότα, μια βιβλιοφιλική πινελιά, καθώς στην πλατεία του χωριού έδωσε το παρόν και ο Πολύκαρπος από την “Ανακύκλωση βιβλίου – δεύτερη ευκαιρία”, με έναν πάγκο γεμάτο βιβλία. Μετά την χρονοβόρα περιήγηση, και τις χαριτωμένες γκρίνιες της παρέας, έπεσε στα χέρια μου ένα από τα βιβλία που είχα βάλει από καιρό στο μάτι “Ο Μπάρτλεμπυ και άλλες ιστορίες” του Χέρμαν Μέλβιλ, από τις εκδόσεις “Οδυσσέας”, σε μετάφραση του Μένη Κουμανταρέα.  Σύμφωνα με το σημείωμα του μεταφραστή σε μια πιο πρόσφατη έκδοση, το νήμα που ενώνει τις ιστορίες του Μέλβιλ είναι

« …η σκληρότητα και η αναλγησία της κοινωνίας απέναντι στους απόκληρους της ζωής…»

Στην ιστορία του Μπάρτλεμπυ όμως, και στην οποία αφιερώνεται αυτό το κείμενο, το κύριο χαρακτηριστικό της νομίζω πως είναι οι πολλές διαφορετικές οπτικές γωνίες, οι πολλοί διαφορετικοί δρόμοι μέσω των οποίων μπορεί κάποιος να την προσεγγίσει.

Ο Χέρμαν Μέλβιλ μέσα απο την νουβέλα του δίνει στο αναγνωστικό κοινό υπόγεια και αδιαφανώς μια φιλοσοφική θεώρηση για την ελευθερία του ανθρώπου και την αυτονομία της βούλησης μέσα στα πλαίσια μιας χαλιναγωγούμενης και καταναλωτικής κοινωνίας.

Ο αφηγητής της ιστορίας είναι ένας επιτυχημένος δικηγόρος της Wall Street, αναγνωρισμένος και σεβαστός από όλους τους συναδέλφους του, ο οποίος έχει αναρριχηθεί στις πιο υψηλές θέσεις της ιεραρχίας της κάστας των δικηγόρων. Λόγω των αυξανόμενων αναγκών του γραφείου του, προσλαμβάνει τον Μπάρτλεμπυ ως αντιγραφέα νομικών κειμένων και συμβολαίων, μια εργασία την οποία όποιος την αναλάβει πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός καθώς το παραμικρό λάθος μπορεί να αποβεί ζημιογόνο. Αρχικά, ο Μπάρτλεμπυ, όπως θα διαπιστώσει ο δικηγόρος, επιδείκνυε μεγάλο ζήλο στην δουλειά του, την οποία έφερε σε πέρας με μεγάλη ταχύτητα και αξιοζήλευτη ποιότητα.

“…Σαν ένας άνθρωπος λιμασμένος από καιρό γι’ αντιγραφή, έτσι κι αυτός κατάπινε λαίμαργα τα έγγραφά μου. Δεν του έμενε καιρός ούτε να χωνέψει. Νύχτα και μέρα δε σήκωνε κεφάλι, αντιγράφοντας με το φως της μέρας και κάτω από το φως των κεριών. Θα ήμουν πανευτυχής με την επίδοσή του, αν είχε δείξει κάποια σημεία ευφροσύνης με τη δουλειά του. Αντιθέτως, όμως, εκείνος συνέχιζε να γράφει σιωπηλά, άχρωμα, μηχανικά…».

Όταν όμως σε ανύποπτο χρόνο, ο δικηγόρος ζητάει από τον Μπάρτλεμπυ και τους άλλους υπαλλήλους του γραφείου να τον βοηθήσουν στον έλεγχο ενός αντιγράφου για τυχόν λάθη, εκείνος απλά αρνείται ευγενικά και νωχελικά με την απλή φράση «θα προτιμούσα όχι», η οποία επαναλαμβάνεται πολλές φορές ως μάντρα από τον Μπάρτλεμπυ κατά την διάρκεια του κειμένου. Σε κάθε νέα εντολή του εργοδότη του, ο Μπάρτλεμπυ αρνείται σθεναρά επαναλαμβάνοντας την ίδια ακριβώς φράση, απλά πως θα προτιμούσε όχι. Ο εργοδότης αρχικά μπερδεμένος, και αργότερα προβληματισμένος με τη παράλογη και παράξενη συμπεριφορά του υπαλλήλου του δεν βρίσκει τρόπο αντίδρασης σε αυτές τις αρνήσεις και ημέρα με την ημέρα ο Μπάρτλεμπυ απαλλάσεται από κάθε είδους εργασία. Παρόλα αυτά όμως αρνείται να εγκαταλείψει την επαγγελματική στέγη του αφηγητή. Ο Μπάρτλεμπυ, αποκλεισμένος και μέσα σε μια μοναξιά χωρίς διέξοδο, θα καταλάβει και θα στοιχειώσει σαν αερικό το δικηγορικό γραφείο, άνευ αρμοδιοτήτων πλέον, απλά στεκόμενος στο παράθυρο και κοιτώντας τον πέτρινο τοίχο που του φράζει την θέα και τον ορίζοντα (ίσως παραπομπή στην Wall Street) πένης, απόκληρος, ακοινώνητος, άστεγος και αμίλητος.

Η θέση του δικηγόρου είναι δύσκολη, καθώς ταλαντεύεται συνεχώς μεταξύ χαρακτηριστικά συγκρατημένης οργής και μικροαστικής ευσπλαχνίας καθώς του προτείνει διαρκώς λύσεις τις οποίες όμως ο Μπάρτλεμπυ τις αποκρούει χρησιμοποιώντας ως ασπίδα την αγαπημένη του φράση. Η παρουσία και η προσκόλληση του Μπάρτλεμπυ στο γραφείο απειλεί την ομοιογένεια του προτύπου της μικροαστικής κοινωνίας, μέσα στην οποία μοιάζει ξένος, θαρρείς και ήρθε ουρανοκατέβατος.

Τελικά ο δικηγόρος μην μπορώντας να απαλλαγεί από το ζωντανό φάντασμα του πρώην υφισταμένου του, θα μετακομίσει ο ίδιος την επαγγελματική του στέγη σε άλλο κτίριο αφήνοντας τον Μπάρτλεμπυ στη μοίρα του, η οποία είναι να συλληφθεί από τις αρχές, κατηγορούμενος για επαιτεία καθώς ακόμα και με την φυγή του δικηγόρου αρνείται να εγκαταλείψει το κτίριο, οδηγείται δέσμιος στην φυλακή όπου και πεθαίνει ως ελεύθερος φυλακισμένος.

Ένα παράλογο, γκρίζο και σχεδόν καφκικό κλίμα αρχίζει βαθμιαία να κατακλύζει το κείμενο. Μια επιδέξια αλλαγή ύφους λαμβάνει χώρα, καθώς ο βιρτουόζος Μέλβιλ μετατρέπει αυτό που αρχικά φαινόταν περίεργο στα όρια του κωμικού σε έντονα δραματικό και τον πρωταγωνιστή Μπάρτλεμπυ σε τραγική φιγούρα.

Αν και το κλίμα είναι καφκικό ο Μπάρτλεμπυ δεν είναι καθαρά καφκικός ήρωας. Ναι μεν βιώνει την κοινωνική απόρριψη όπως οι ήρωες τους Κάφκα, δεν βιώνει όμως τον παραλογισμό που του επιβάλλεται από άνω, δεν προσπαθεί αγχωτικά να καταλάβει και να βρει τον δρόμο του μέσα από χαοτικές καταστάσεις και ψυχολογικούς λαβυρίνθους, αντιθέτως μάλιστα, είναι σαν να εισάγει ο ίδιος τον παραλογισμό στο ευνομούμενο περιβάλλον του. Οι επιλογές του είναι συνειδητές και σταθερές, χωρίς την αβεβαιότητα που διακατέχουν τους καφκικούς ήρωες. Η υπαρξιακή αγωνία μεταφέρεται στον εργοδότη του και τον κυνηγά σε όλη του την ζωή σαν κάποιο δύσκολο γρίφο.

Όπως ανέφερα και στην αρχή, το χαρακτηριστικό αυτού του έργου είναι η πληθώρα ερμηνειών που του έχουν δωθεί, σαν ένα πρίσμα στο οποίο προσπίπτει το κείμενο εν είδει λευκού φωτός και διαθλάται σε όλα τα χρώματα της ίριδας που συμβολίζουν τις πολλαπλές ερμηνείες.

Κατά την πρώτη και επικρατέστερη θεωρία, ο Χέρμαν Μέλβιλ θέλησε με την ιστορία του Μπάρτλεμπυ να εκφράσει με λογοτεχνικό τρόπο τις -ακραίες για κάποιους- ιδέες περί πολιτικής ανυπακοής, της παθητικής αντίστασης και της ειρηνικής επανάστασης που εξέφρασε περίπου την ίδια εκείνη εποχή ο συμπατριώτης του και ακτιβιστής Χένρυ Θορώ. Ο Μάρτλεμπυ ίσως είναι ένας παθητικός επαναστάτης όπως ο Θορώ.

Σύμφωνα με μιαν άλλη άποψη, ο Μπάρτλεμπυ είναι αντικατοπτρισμός κάθε συγγραφέα, ο οποίος ελλείψει έμπνευσης βρίσκεται μπροστά στο δίλημμα: να συνεχίσει να γράφει, καταπιέζοντας τον δημιουργικό εαυτό του, προσπαθώντας με κάθε τρόπο να ικανοποιήσει το αδηφάγο αναγνωστικό κοινό και τον εκδοτικό του οίκο, ή να ακολουθήσει τον προσωπικό του δρόμο της συγγραφικής σιωπής, μακριά από τη δημοσιότητα;

Ακριβώς όπως ο Μπάρτλεμπυ έχει βαρεθεί να αντιγράφει τα λόγια των άλλων, έτσι ο κάθε συγγραφέας κάποια στιγμή πρέπει να απαντήσει στο ερώτημα αν θέλει να γράψει για να εκπληρώσει τις προσδοκίες και τις απαιτήσεις των άλλων ακόμα και αν τα γραπτά του δεν τον γεμίζουν. Πρέπει να συγγράψει για τον εαυτό του ή για τους άλλους; Ο Μπάρτλεμπυ γράφει ασταμάτητα στην αρχή, στη συνέχεια, μόνο όταν ο ίδιος το θέλει, και τελικά σταματά να γράφει εντελώς. Ομοίως, εάν ο συγγραφέας δεν μπορεί να παράγει το είδος της εργασίας που έχει νόημα για αυτόν, θα προτιμούσε να μην εργάζεται τελικά καθόλου. Όταν Μπάρτλεμπυ σταματάει να γράφει εντελώς, όμως, πεθαίνει κάτι που ίσως είναι μεταφορά για έναν λογοτεχνικό θάνατο.

Όπως αναφέρει και ο ίδιος ο Μέλβιλ σε μια επιστολή σε έναν φίλο του:
«Αγαπητέ μου φίλε, έχω ένα προαίσθημα…ότι τελικά θα εξαντληθώ και θα πεθάνω…αυτά που λαχταρώ να γράψω είναι όλα καταδικασμένα. Από την άλλη όμως, το να γράψω αλλιώς δεν το μπορώ»

Ένας άλλος ερμηνευτικός δρόμος με τον οποίο θα μπορούσε κάποιος να φτάσει στην κατανόηση του κειμένου αυτού είναι ο καθαρά υπαρξιακός. Kάποιοι απο τους υπαρξιστές, οι οποίοι πιστεύουν ότι η ζωή μας δεν διακατέχεται απο κάποιο ουσιαστικό νόημα, θα μπορούσαν να εξετάσουν τον Μπάρτλεμπυ ως έναν αστικό μάρτυρα ο οποίος, μέσω της παθητικής αντίστασης του, εκθέτει τη ματαιότητα και τον παραλογισμό της σύγχρονης ζωής, ο οποίος θυσιάζεται για την «πρόοδο» της σύγχρονης ζωής.

Μια κριτική στηριζόμενη στις θεωρίες της ψυχανάλυσης ενδεχομένως να ερμήνευε την ιστορία του γραφιά σαν μια αλληγορική και συμβολική ιστορία σχιζοφρένειας του σύγχρονου ανθρώπου, τοποθετώντας τον Μπάρτλεμπυ και τον εργοδότη του ως σύμβολα των δυο πόλων ενός και μοναδικού προσώπου, ο οποίος θέλει από την μια να προσαρμοστεί ενώ το άλλο μισό του αρνείται πεισματικά να συμμετάσχει. Ο ένας πόλος τοποθετείται στο ευρύχωρο και πλήρως εξοπλισμένο δικηγορικό γραφείο, ενώ ο έτερος σε ένα μικρό παραπέτασμα, αποκομμένο, στο οποίο και βρισκόταν το στενόχωρο γραφειάκι του Μπάρτλεμπυ. Ο υπάλληλος παίζει τον ρόλο της μικρής εσωτερικής φωνής, μέσα στο κεφάλι του αφηγητή, η οποία όμως πρέπει να παραμείνει κρυφή και καταπιεσμένη εάν θέλει να παραμείνει διάσημος και επιτυχημένος.

Οι μαρξιστές ενδεχομένως να έβλεπαν στη νουβέλα αυτή κοινωνικά θέματα και θα επικεντρώνονταν στις εργασιακές σχέσεις και στις ταξικές διαφορές, την αλλοτρίωση του εργαζομένου, την αποξένωση μέσα στο περιβάλλον της εργασίας του, την άνωθεν επιβαλλόμενη ηθική, ίσως ακόμη και την καταστροφή της δημιουργικότητας του. Σύμβολο της καταπιεσμένης εργατικής τάξης η οποία σε ένα τέτοιο περιβάλλον δεν έχει την παραμικρή ελπίδα να ευδοκιμήσει και επαναστατεί με τον τρόπο του. Την προσπάθεια του δικηγόρου να τον βοηθήσει οικονομικά και τις προτάσεις του θα το έβλεπαν ως μεταφορά μέσω της οποίας η αστική τάξη προσπαθεί να εξαγοράσει συνειδήσεις αλλά και τις ενοχές της με τα χρήματα

Ο κάθε αναγνώστης ακολουθεί όποια ερμηνεία του ταιριάζει περισσότερο, και εμένα προσωπικά με θέλγει η δεύτερη, που πραγματεύεται την συγγραφική  δυστοκία και την αγωνία του δημιουργού. Όποια ερμηνεία και να επιλέξει κάποιος ένα είναι το μόνο σίγουρο. Πως ο ήρωας αυτού του διηγήματος καταθέτει μια άποψη και στάση ζωής, όχι με θεωρίες και λόγια, αλλά με πράξη.

Σχολιάστε